4

τέσσερα τέρμινα μετά πάλι μπροστά μου σ' είδα:
τα μάτια, το μειδίαμα, τη μέση τη σπασμένη•
μα πρωτ' απ' όλα έπεσε το βλέμμα μου, καημένη
στην ατσαλένια το λαιμό που σου 'σφιγγε αλυσίδα

φυγή

κοίτα: 
το επιμύθιο σφαγμένο στο γόνατο 
(θύμα θυμάτων μια ζωή 
ήττα ή νίκη αυτή σου η φυγή;) 
το βλέπεις τώρα; δικό σου 'ναι, πόνα το

αντίδωρο

στήριξε πάνω μου του στέμματος το βάρος
και έχε θάρρος, θα βγούμε ζωντανοί

γείρε κοντά μου, έστω και καταλάθος,
(κάπου στο βάθος ουρλιάζει μια στιγμή)

και θα σε ντύσω μ’ απαρέμφατο μανδύα,
θα ‘μαι σχεδία φτιαγμένη μ’ αφορμές

μα όταν δαγκώνω το γευστικό σου κάτι
κλείνε το μάτι και λέγε πως με θες

 

δύο παρωδίες

Είμαστε κάτι ξεπουλημένοι
παπάρες. Η πένα μας, όταν κυλάει,
μνήμες παράφρονες ξυπνάει·
οι τσέπες μας πρησμένες σαν ψοφίμια.

Είμαστε σιχαμερά αγρίμια.
Υψώνουμε τα χέρια μας sieg heil,
βόρβορος μαύρος στα κεφάλια μας κυλάει
και λικνιζόμαστε σε απάνθρωπα ταξίμια.

Θρέφουμε κακοήθεις παραισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να σωθούμε.
Στη θέα μας ξερνάει όλη η φύσις.

Στην ένδεια θρεφόμαστε κι ανθούμε.
Μας φτύνουν οι πεσμένοι, μα η ποίησις
είναι το κάστρο που ποτέ μας δεν θα μπούμε.

(εμπνευσμένο από: Είμαστε κάτι, Κώστας Καρυωτάκης)

----------------------------------------

Αυγούλα βγάζω το ταμπόν,
άσπρο σαν περιστέρι,
πεινάσαμε το μεσημέρι:
φασόλια και ζαμπόν.

«Άκουσε την καρδιά, μικρή,
έρως τυμπανοκρούστης»,
ωραία μου τα 'λεγε ο πούστης
και ήμουνα υγρή.

Ξάφνου με ρίχνει με πυγμή
στην άσπρη άμμο πάνω,
σκύβει να με φιλήσει· κλάνω!
και χάθηκε η στιγμή.

(εμπνευσμένο από: Άρνηση, Γιώργος Σεφέρης)

 

Οι δύο παρωδίες δημοσιεύτηκαν στο αφιέρωμα «Σαν βγεις στον πηγαιμό για παρωδία» του ποιητικού σκεύους ΤΕΦΛΟΝ (Τεύχος 8 / Χειμώνας-Άνοιξη 2013).

λίμερικ

Ήταν ένας μπάτσος απ' το Ρίο
που του 'πεσε το πέος απ' το κρύο
πέταξε τη στολή
κι έγινε τρελή
τους πούτσους κυνηγάει σαν ανήμερο θηρίο

----------------------------------------

Ήταν μια μικρή απ' το Πουκίπσι
που μές στον κώλο ένα μπάντζο είχε κρύψει
κάθε που έτρωγε ψωλή
έβγαζε ήχο σαν βιολί
κι έκλανε μελωδίες όλο θλίψη

----------------------------------------

Ήταν ένα κορίτσι από το Ντέλαγουεαρ
που όταν της λέγαν "Πούτσος!" έκραζε "Γουέαρ;",
ευθύς ξεγυμνωνόταν,
στα τέσσερα στηνόταν
κι άμα δεν τη γαμούσαν έσκουζε "Ιτς νοτ φέαρ"

----------------------------------------

Ήξερα ένα νεαρό από το Μαϊάμι
που είχε πέος μαύρο σαν κατράμι
όμως τα χρόνια κείνα
ήρθε μεγάλη πείνα
με το μπαλτά το έκοψε και το κανε παστράμι

----------------------------------------

Ήταν μια πονηρή απ' την Οξφόρδη
που στον πωπό της μπαίναν μόνο λόρδοι
κι όταν τη ζύγωνε κανείς
λίγδης ή φτωχοσυγγενής
τον απομάκρυναν θανατηφόροι πόρδοι

----------------------------------------

Ήταν μια παιδούλα από το Λίμερικ
που το μουνί της ήξερε να κάνει ένα τρυκ
φάρδαινε σαν χωνί
κι έβγαζε μια φωνή
που μοιαζε με του Πέισυ από το Ντώσονς Κρικ

----------------------------------------

Ήτανε μια γρια από το Κρυοκούκι
τρανή και ξακουστή για το καλό τσιμπούκι
τον ρούφαγε λεόντεια
γιατί δεν είχε δόντια
"κι είναι το σπέρμα", έλεγε, "νόστιμο σα φουντούκι"

----------------------------------------

Ήταν ένας μυστήριος απ' το Καϊμακτσαλάν 
"μαγγιώρο" τονε ξέρανε, "τζιμάνι" και "αλάν'"
αλλ' άμα έπεφτε το φως
αυτός την έβλεπε αλλιώς
τις έβγανε τις μπότες του κι έβανε τα κολάν

----------------------------------------

Ήξερα μια δυσκοίλια κοπέλα απ' το Σατώ
που έχεσε μια μέρα ένα μπάτσο αντί σκατό
Καθώς δεν ήξερε το λόγο
έτρεξε στον πρωκτολόγο
που αποκρίθηκε: "Μανδάμ, κουράδα είν' κι αυτό"

Cop Limerick Illustration

 

Τα άνωθι άνιωθα λίμερικ -εκτός του ανόστου με το τρυκ- δημοσιεύτηκαν στο αφιέρωμα «Λίμερικ, στα Ίχνη ενός Διχασμένου Είδους» του ποιητικού σκεύους ΤΕΦΛΟΝ (Τεύχος 3 / Άνοιξη-Καλοκαίρι 2010).
Η εικονογράφηση (που συνόδευε το αφιέρωμα)  είναι του Ορέστη Συμβουλίδη.

σιδερένιο γόνατο

στο ‘να μου σιδερένιο γόνατο σηκώνω
χίμαιρες, κατακλείδες, γεωτρήσεις
(όλα τα συμπαρομαρτούντα κάθε απόρριψης)

και των γυαλιών μου το διάφανο θολώνω
μ' ήττες κι υποχωρήσεις ισοϋψείς
ή ξεγελιέμαι με φτιαχτές σφυγμομετρήσεις

ίσως φανεί αστείο και πικρό
των θέλω το ανώφελο το ξόδι
μα σκέψου τι βαρύ, αν και μικρό,
πέφτει το μήπως στων ονείρων τα ιξώδη

θα ερμηνευτούν πνιγμοί, λυγμοί κι υπαινιγμοί
σε ραβδοσκόπο, αλχημιστή και νεκρομάντη
μπας και μας πουν πώς θα τα φέρει η στιγμή
να με ξεβράσει στης ψυχής σου τα κατάντη

στην

συγγνώμη που δεν σ’ αγαπώ
με τρόπο που κάτι να σου ‘δινε
κι αυτές τις στιγμές πανικού
κοντά στην καρδιά σου δε στάθηκα

δεν έχω ποντάρει αρκετά
στις σχέσεις ανθρώπου με άνθρωπο
και γίνομαι λίγο μικρός
σε τέτοια της θλίψης ζητήματα

μιζαναμπιμ

αγαπώ σαν σκύλος
περιμένω στις εννιά γραμμές του σταθμού της σιμπούγια
έξοδος αθηνάς
-αν ήταν κόκκαλο η αγάπη θα την έθαβα-
κι όλα τα τραίνα φτάνουν άδεια

έχω μύτη σκύλου
βρίσκω τα ίχνη σου στις κυλιόμενες
τ’ ακολουθω ως την πλατεία
συμβολή αθηνάς με ομόνοια
σκάβω στους πρόποδες του περιπτέρου

έχω μάτια σκύλου
και πάντα, πάντα θα πεινάω
για ένα χαμόγελο γεμάτο αλάτι
γαμώτο, παλι με βασανίζουν 
οι δαλτονικοί μου πόθοι

έχω κεφάλι σκύλου
κυλιέμαι στο πεζούλι της αιόλου
η κάθε μέρα με πονάει σαν βδομάδα
με κάθε ανάσυρση χαδιού ανατριχιάζουν
οι σκαληνές μου αναμνήσεις

 

σίβυλλα θέλουμε το ίδιο

 

Θα βρεθώ -οι αφορμές μου, ρε, φθίνουν-
στο μετρό χίλους τρόμους ζωσμένος
και τυφλός πια θα δω μαγεμένος
τις στοές που στο άπειρο τείνουν

κείνα όλα που χω ανοίξει να κλείνουν
Προς το ατσάλι θα πετάξω σπρωγμένος
(απο μηχανής θεός όχι εγώ, πάντα ο ξένος)
να μετρήσω γραμμές που συγκλίνουν

Κι
αφού θα χω πάρει μια ανάσα απουσία
για ύστερη φορά -ίσως από συνήθεια-
υποταγμένος στου ηλεκτρισμού τα ήθη

στου μαύρου χαλικιού την εξουσία
ή στης αδράνειας την άμωμη αλήθεια
να σας χαρίσω την πιο καλή μου λήθη

ελληνικό παραμύθι

Πίσω απ' τις γρίλιες τις κλειστές
στέκεται η σκοτομάτα
τρώει ειδήσεις με σαλάτα
και πίνει ενοχές

Πώς συναινεί ψιθυριστά
σε μέτρα και χειμώνες
που μ' εθνικές κορώνες
σας πνίγουν στ' ανοιχτά

Ω, φρίκη! δίπλα στους κρουνούς
ματώνουν παπαρούνες
κι οι σκέψεις σαν κουρούνες
χιμούν στους ουρανούς

Και καθώς έβραζε κλεφτά
τα δάκρυά της σούπα
επιχειρήσεις  σκούπα
τρυγούσαν τη χαρά

Μα η σκοτεινή των σκοτεινών
στο μαύρο της αδράχτι
φυσά καπνό και γνέθει στάχτη
συμπάντων κοντινών

Έζησε μια ζωή σκυφτά,
χαρά ούτε δυο δράκες,
τώρα λέει: «τέρμα οι πλάκες!...»
και κλαίει γονατιστά

Αθήνα, 6/2016

(Βασισμένο στο/εμπνευσμένο από: Γιώργος Σεφέρης - Ινδικό Παραμύθι)