δύο παρωδίες

Είμαστε κάτι ξεπουλημένοι
παπάρες. Η πένα μας, όταν κυλάει,
μνήμες παράφρονες ξυπνάει·
οι τσέπες μας πρησμένες σαν ψοφίμια.

Είμαστε σιχαμερά αγρίμια.
Υψώνουμε τα χέρια μας sieg heil,
βόρβορος μαύρος στα κεφάλια μας κυλάει
και λικνιζόμαστε σε απάνθρωπα ταξίμια.

Θρέφουμε κακοήθεις παραισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να σωθούμε.
Στη θέα μας ξερνάει όλη η φύσις.

Στην ένδεια θρεφόμαστε κι ανθούμε.
Μας φτύνουν οι πεσμένοι, μα η ποίησις
είναι το κάστρο που ποτέ μας δεν θα μπούμε.

(εμπνευσμένο από: Είμαστε κάτι, Κώστας Καρυωτάκης)

----------------------------------------

Αυγούλα βγάζω το ταμπόν,
άσπρο σαν περιστέρι,
πεινάσαμε το μεσημέρι:
φασόλια και ζαμπόν.

«Άκουσε την καρδιά, μικρή,
έρως τυμπανοκρούστης»,
ωραία μου τα 'λεγε ο πούστης
και ήμουνα υγρή.

Ξάφνου με ρίχνει με πυγμή
στην άσπρη άμμο πάνω,
σκύβει να με φιλήσει· κλάνω!
και χάθηκε η στιγμή.

(εμπνευσμένο από: Άρνηση, Γιώργος Σεφέρης)

 

Οι δύο παρωδίες δημοσιεύτηκαν στο αφιέρωμα «Σαν βγεις στον πηγαιμό για παρωδία» του ποιητικού σκεύους ΤΕΦΛΟΝ (Τεύχος 8 / Χειμώνας-Άνοιξη 2013).