Ήταν ένας μπάτσος απ' το Ρίο
που του 'πεσε το πέος απ' το κρύο
πέταξε τη στολή
κι έγινε τρελή
τους πούτσους κυνηγάει σαν ανήμερο θηρίο
------------------------------
Ήταν μια μικρή απ' το Πουκίπσι
που μές στον κώλο ένα μπάντζο είχε κρύψει
κάθε που έτρωγε ψωλή
έβγαζε ήχο σαν βιολί
κι έκλανε μελωδίες όλο θλίψη
------------------------------
Ήταν ένα κορίτσι από το Ντέλαγουεαρ
που όταν της λέγαν "Πούτσος!" έκραζε "Γουέαρ;",
ευθύς ξεγυμνωνόταν,
στα τέσσερα στηνόταν
κι άμα δεν τη γαμούσαν έσκουζε "Ιτς νοτ φέαρ"
------------------------------
Ήξερα ένα νεαρό από το Μαϊάμι
που είχε πέος μαύρο σαν κατράμι
όμως τα χρόνια κείνα
ήρθε μεγάλη πείνα
με το μπαλτά το έκοψε και το κανε παστράμι
------------------------------
Ήταν μια πονηρή απ' την Οξφόρδη
που στον πωπό της μπαίναν μόνο λόρδοι
κι όταν τη ζύγωνε κανείς
λίγδης ή φτωχοσυγγενής
τον απομάκρυναν θανατηφόροι πόρδοι
------------------------------
Ήταν μια παιδούλα από το Λίμερικ
που το μουνί της ήξερε να κάνει ένα τρυκ
φάρδαινε σαν χωνί
κι έβγαζε μια φωνή
που μοιαζε με του Πέισυ από το Ντώσονς Κρικ
------------------------------
Ήτανε μια γρια από το Κρυοκούκι
τρανή και ξακουστή για το καλό τσιμπούκι
τον ρούφαγε λεόντεια
γιατί δεν είχε δόντια
"κι είναι το σπέρμα", έλεγε, "νόστιμο σα φουντούκι"
------------------------------
Ήταν ένας μυστήριος απ' το Καϊμακτσαλάν
"μαγγιώρο" τονε ξέρανε, "τζιμάνι" και "αλάν'"
αλλ' άμα έπεφτε το φως
αυτός την έβλεπε αλλιώς
τις έβγανε τις μπότες του κι έβανε τα κολάν
------------------------------
Ήξερα μια δυσκοίλια κοπέλα απ' το Σατώ
που έχεσε μια μέρα ένα μπάτσο αντί σκατό
Καθώς δεν ήξερε το λόγο
έτρεξε στον πρωκτολόγο
που αποκρίθηκε: "Μανδάμ, κουράδα είν' κι αυτό"
Τα άνωθι άνιωθα λίμερικ -εκτός του ανόστου με το τρυκ- δημοσιεύτηκαν στο αφιέρωμα «Λίμερικ, στα Ίχνη ενός Διχασμένου Είδους» του ποιητικού σκεύους ΤΕΦΛΟΝ (Τεύχος 3 / Άνοιξη-Καλοκαίρι 2010).
Η εικονογράφηση (που συνόδευε το αφιέρωμα) είναι του Ορέστη Συμβουλίδη.