στο ‘να μου σιδερένιο γόνατο σηκώνω
χίμαιρες, κατακλείδες, γεωτρήσεις
(όλα τα συμπαρομαρτούντα κάθε απόρριψης)
και των γυαλιών μου το διάφανο θολώνω
μ' ήττες κι υποχωρήσεις ισοϋψείς
ή ξεγελιέμαι με φτιαχτές σφυγμομετρήσεις
ίσως φανεί αστείο και πικρό
των θέλω το ανώφελο το ξόδι
μα σκέψου τι βαρύ, αν και μικρό,
πέφτει το μήπως στων ονείρων τα ιξώδη
θα ερμηνευτούν πνιγμοί, λυγμοί κι υπαινιγμοί
σε ραβδοσκόπο, αλχημιστή και νεκρομάντη
μπας και μας πουν πώς θα τα φέρει η στιγμή
να με ξεβράσει στης ψυχής σου τα κατάντη