ρ.α.λ.π.

-Και δηλαδή πώς ξεκίνησε όλο αυτό το ζήτημα;

-Είναι Δεκέμβρης του δεκαεφτά, νομίζω, και κανονίζω ένα ραντεβού. Θάχω ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο πέτο, της είπα, για να με γνωρίσεις, μου φάνηκε αστείο, ξέρεις, ντεμοντέ κι έτσι, απ την άλλη έπρεπε κάπως να αναγνωριστούμε, γιατί όχι, λέω.

-Και τι έγινε;

-Σκάω στο ραντεβού, στο συντριβάνι στο Σύνταγμα, κύριος, με χαμόγελο μέχρι το σβέρκο και το λουλούδι στο πέτο και τι να δω, καμιά ντουζίνα ακόμα σαν εμένα, όλοι τους με κόκκινα τριαντάφυλλα στα πέτα, να περιμένουν κάποια. Κατευθείαν το ψυλλιάστηκα πως θάχει γίνει μαλακία αλλά περιμένω κάνα μισάωρο μπας και.

-Δεν ήρθε;

-Ποτέ. Η τύπισσα ή από λάθος έφυγε με ένα από τα άλλα κόκκινα τριαντάφυλλα ή κάποιο κωλοπαίδι το βρήκε αστείο να βάλει ένα λουλούδι και να της το παίξει γόης στη θέση μου, μόνο και μόνο για μου χαλάσει τη φάση.

-Τι έκανες μετά;

-Σπάστηκα αρκετά αλλά λέω οκέι, φταίω κι εγώ λίγο, πολύ συνηθισμένο σημάδι το κόκκινο τριαντάφυλλο, την επόμενη φορά θα βάλω δύο για να ξεχωρίζω απ τους άλλους με το ένα. Να κάνω τη διαφορά, ξερωγώ.

-Λειτούργησε αυτό;

-Φυσικά και όχι. Γιατί την ίδια ακριβώς σκέψη έκαναν και όλοι οι άλλοι. Ήμασταν γύρω από το συντριβάνι δέκα-δεκαπέντε μαντράχαλοι με δύο κόκκινα τριαντάφυλλα ο καθένας στο πέτο του να κοιταζόμαστε με τις άκρες των ματιών σαν πιστολέρο σε γουέστερν, καταλαβαίνεις για τι γελοιότητα μιλάμε. Τους μισούς μας είχε πιάσει νευρικό, οι άλλοι σιχτιρίζανε.

-Τότε είναι που σου ήρθε η ιδέα;

-Κάποιος βγάζει τα τριαντάφυλλα και τα πετάει στο συντριβάνι ζοχαδιασμένος και τότε μου σκάει η αναλαμπή, σαν τον Αρχιμήδη, χωρίς πλάκα, έβλεπα τα λουλούδια να βουλιάζουνε και λέω δυνατά, να με ακούσουν οι άλλοι, λέω ρε δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση, πρέπει κάτι να κάνουμε ρε.

-Πώς αντέδρασαν;

-Ξέρεις πως είναι αυτές οι καταστάσεις, άμα κάνει ο ένας την αρχή παίρνουν μπρος όλοι, και σαν τι να κάνουμε, φίλος, είπε κάποιος χωρίς να κοιτάξει καν προς τη μεριά μου, κοίταζε τα τριαντάφυλλα στον πάτο του συντριβανιού, και απαντάω εγώ, όχι σαυτόν συγκεκριμένα, πιο πολύ να το ακούσω εγώ ο ίδιος για να δω αν στέκει ή αν είναι μπαρούφα, ξέρεις. Απαντάω πως η λύση είναι να επιλέγουμε κάθε φορά τυχαία είδος και χρώμα λουλουδιού έτσι ώστε να μην κάτσει πιθανότητα να βρεθούμε δύο με το ίδιο. Φάνηκε έξυπνο στους άλλους οπότε το διαλύσαμε με σκοπό να δοκιμάσουμε την ιδέα και να δούμε αν τσουλάει.

-Δούλεψε;

-Για λίγο καιρό ναι, άλλος ερχόταν με γαρδένια, άλλος με μαργαρίτα και οι καινούργιοι μάθαιναν γρήγορα πως τα κόκκινα τριαντάφυλλα φέρνουν μπερδέματα και τόσπαγαν αμέσως με άλλα λουλούδια. Αλλά δεν κράτησε πολύ η χαρά. Αρχίσαμε να αυγατίζουμε οι εραστές του Συντάγματος και γρήγορα ξεκίνησαν να σκάνε περιστατικά πολλαπλών εμφανίσεων, δυο με μωβ ζουμπούλια, τρεις με λευκά τριαντάφυλλα, μιλάμε για τρελά μπερδέματα γιατί τουλάχιστο όταν η άλλη έβλεπε πολλά κόκκινα τριαντάφυλλα ψαχνόταν λίγο, ποιος είναι ποιος, μήπως δεν είναι αυτός αλλά ο δίπλα ρε παιδί μου, να το ερευνήσουμε λίγο. Τώρα με το που έβλεπε το μωβ ζουμπούλι λόκαρε, σου λέει αυτός είναι, δεν παίζει νάναι άλλος, έκανε κάθετη εφόρμηση σαν στούκας ξερωγώ κι όποιον πάρει ο χάρος. Φοβερή στεναχώρια τότε και δυστυχώς αντί να τα βάλουμε κάτω να σκεφτούμε το καλύτερο, αρχίσαμε τα σπασμωδικά.

-Δηλαδή τι κάνατε;

-Αρχίσαμε να βάζουμε παραπάνω λουλούδια, ένα ροζ τριαντάφυλλο με μια ορχιδέα εγώ, ο άλλος τρεις καμέλιες και δύο λίλιουμ, ο παράλλος μια τουλίπα και ένα χρυσάνθεμο, κάναμε τα πέτα μας σαν γλάστρες από τα πολλά λουλούδια. Εκείνον τον καιρό μοσχοβολούσε όλο το κέντρο, από Καπνικαρέα μέχρι πάνω στον Ευαγγελισμό, το θυμάμαι και γελάω. Και εννοείται πως αυτό μπέρδεψε ακόμα πιο πολύ τα πράγματα. Η άλλη χρειαζόταν φυτολόγιο για να θυμάται τι ψάχνει, άσε που μέχρι να της πεις τη λίστα με τα λουλούδια σου τάχε ξεχάσει. Κάπου εκεί έπεσε η ιδέα του συλλόγου.

-Ποιος το σκέφτηκε;

-Δεν θυμάμαι στα σίγουρα, νομίζω ο Κωστής ο Μαραμένος μας έριξε την ιδέα κάπως πιο συγκροτημένα αλλά ήταν μια ανάγκη που είχε ήδη γεννηθεί από τις ζυμώσεις της πλατείας. Και ξεκινάμε και κάνουμε έναν σύλλογο, με πρόεδρο και γραμματέα, και φτιάχνουμε μια λίστα με όλα τα λουλούδια και όλες τις χρωματικές παραλλαγές. Έχουμε κι ένα ημερολόγιο και παίρνεις εσύ τηλέφωνο που θες να κανονίσεις ραντεβού, μας λες μέρα και ώρα, σου λέμε ποια λουλούδια είναι διαθέσιμα και καπαρώνεις ένα. Αφενός διασφαλίζουμε, δηλαδή, πως τη συγκεκριμένη στιγμή δεν θα υπάρχει άλλος με το ίδιο λουλούδι στο Σύνταγμα και αφετέρου δεν χρειάζεται πια να έχεις τους κρεμαστούς κήπους στο πέτο σου.

-Ακούγεται αρκετά οργανωμένο αυτό. Τι πήγε στραβά;

-Όλο αυτό το σύστημα μπορούσε να λειτουργήσει μόνο όσο συμφωνούσαμε όλοι να το σεβόμαστε. Καταλαβαίνεις πού το πάω, έρχεται ο άλλος, ο κουραδόμαγκας, και λέει δεν σας αναγνωρίζω, θα βάζω ό,τι λουλούδι θέλω, γούστο μου, καπέλο μου, σακάκι, παντελόνι μου κι άμα σας αρέσει. Τι μπορούσαμε να του κάνουμε; Αλλά είχαμε και εσωτερικές τριβές, η εξουσία, πωστολένε, εκκολάπτει περίεργες αξιώσεις, ξυπνάει στραβά ο πρόεδρος και δηλώνει εγώ είμαι κι άλλος κανένας, θα χρησιμοποιώ σε αποκλειστικότητα τις γλαδιόλες γιατί έτσι, και γίναμε μύλος στον σύλλογο, πέσανε χοντρά μπουκετίδια και οι πιο πολλοί φύγαμε.

Κάπου τότε είναι που άρχισε το πράγμα να παίρνει εντελώς άλλες διαστάσεις, έρχεται το κράτος και σου λέει κάνω νόμο και συστήνω Ρυθμιστική Αρχή Λουλουδιών Πέτου και ξαφνικά βρεθήκαμε να πληρώνουμε πετόσημο κάθε πρώτη του μηνός και να βγάζουμε άδειες, άλλη άδεια για τις μαργαρίτες, άλλη για τις φρέζες, άλλη για τις ανεμώνες, και κάνανε λεφτά αυτές οι άδειες, όχι αστεία. Και δώστου φυτοδάνεια με χαμηλά επιτόκια οι τράπεζες, και νάσου αρχίζουνε τα ΕΣΠΑ για φυτώρια κι ανθοπωλεία, ξεφυτρώνανε σαν τα γιαουρτάδικα και τα εσκέιπ, έσκασε και το σκάνδαλο με τον υπουργό και τις μίζες από Ολλανδία, δε θυμάμαι πώς τον λέγανε, πρέπει νάναι ακόμα μέσα αυτός για την κομπίνα με τις τουλίπες.

-Τον Βασιλόπουλο;

-Α γεια σου, αυτόν λέω, θα μασουλάνε και τα δισέγγονά του. Καταστραφήκαμε με τις μαλακίες τους. Τους σιχάθηκα κι αυτούς και τα λουλούδια.

-Και τι έγινε μετά;

-Μετά σταμάτησα να βγαίνω ραντεβού.