Θα βρεθώ -οι αφορμές μου, ρε, φθίνουν-
στο μετρό χίλους τρόμους ζωσμένος
και τυφλός πια θα δω μαγεμένος
τις στοές που στο άπειρο τείνουν
κείνα όλα που χω ανοίξει να κλείνουν
Προς το ατσάλι θα πετάξω σπρωγμένος
(απο μηχανής θεός όχι εγώ, πάντα ο ξένος)
να μετρήσω γραμμές που συγκλίνουν
Κι
αφού θα χω πάρει μια ανάσα απουσία
για ύστερη φορά -ίσως από συνήθεια-
υποταγμένος στου ηλεκτρισμού τα ήθη
στου μαύρου χαλικιού την εξουσία
ή στης αδράνειας την άμωμη αλήθεια
να σας χαρίσω την πιο καλή μου λήθη