ψωμί στο μάτι

ΣΤΟ χωριό τον φωνάζανε Κυπαρίσση. Ψηλός ίσαμ' εκεί πάνω, όταν στεκότανε δίπλα σου θαρρούσες πως είχε νυχτώσει, έτσι που σου 'κρυβε τον ήλιο. Μούτρο βλογιοκομμένο, με μάγουλα σκαμμένα απ' τα σπυριά κι αυτιά πεταχτά σαν τις κεραίες της τηλεόρασης.

ΠΑΝΤΟΤΕ ήτανε σκυθρωπός και αμίλητος, βλέπεις κάποια κακιά αρρώστια, που κανείς στον κάμπο δεν τολμούσε να μολογήσει τ' όνομά της, είχε ξεκληρίσει ολάκερό του το σόι μέσα σ'ένα χρόνο, από τον κατάκοιτο προπάππο ως το μικρό του αδερφάκι, το στερνοπούλι, που τέλεψε απάνω στο αεροβάφτισμα, ο Θεός ν' αναπάψει την ψυχούλα του.

ΕΤΣΙ πορευότανε, το λοιπόν, ο Κυπαρίσσης, με τη μοναξιά του επιζήσαντα να του καμτσικώνει την πλάτη σε κάθε ευκαιρία. Και σαν να μην έφτανε τούτος ο πόνος ο βαθύς, ήρθανε οι συχωριανοί του, άνθρωποι τραχιοί και αγράμματοι να του κολλήσουνε ένα δεύτερο παρατσούκλι πλάι στο πρώτο. Ο Κυπαρίσσης ο Μαύρος. Και δεν νοούσανε το μαύρο του χαροκαμένου, που στο κάτω-κάτω ήτανε τίτλος τιμής για 'κεινα τα μέρη και 'κεινες τις εποχές, αλλά το άλλο μαύρο, το ζοφερό, το σκοταδίσιο, της κατάρας, που φοβάσαι μη σ' αγγίξει και μαυρίσει και το δικό σου το ριζικό. «Τον έχει μαρκάρει ο οξαποδώ», λέγανε, «γιαυτό και δεν είχε την τύχη των δικών του».

ΕΤΥΧΕ να μου λάχει να κάνω το αγροτικό στο χωριό του Κυπαρίσση. Ερχότανε συχνά-πυκνά στο γιατρείο μου, πιο πολύ για να νιώθει έναν άνθρωπο κοντά του, μιας και κανείς άλλος στον κάμπο δεν τόλμαγε να κάνει κολεγιά μαζί του. Εγώ άλλο που δεν ήθελα, αφού η παρουσία του έδιωχνε τους πολυλογάδες χωριάτες που με κάθε ευκαιρία ερχόντουσαν για λακριντί και μου ροκανίζανε την ώρα με τις κουρλαμάρες τους.

ΛΙΓΟ το λίγο, άρχισε να μου ανοίγεται ο Κυπαρίσσης. Να μου μιλάει για τους δικούς του, που το ψυγείο της μνήμης του τους είχε διατηρήσει αμετάβλητους, να μου λέει και για τον τρόμο του χαμού τους. Στην αρχή φοβότανε να μιλήσει ανοιχτά, μου 'λεγε πως τάχατες δεν ήθελε να ανασκαλεύει την κατάρα μην τυχόν και γίνει και γαντζώσει πάνω μου κι έχω κι εγώ την τύχη τους την κακοφορμισμένη. Αλλά φανερωνότανε από τα λόγια του πως αυτό που τον έσκιαζε ήτανε μη με τρομάξει και τονε κάνω κι εγώ πέρα. Μόνο αφού τον καθησύχασα πως είμαι άνθρωπος σπουδαγμένος, της επιστήμης που λένε, και δεν λογαριάζω κατάρες και κουραφέξαλα, άρχισε να μου μιλάει για την συφορά που του τα πήρε όλα εκτός από κείνον τον ίδιο.

ΜΟΥ 'πε πως οι χωριανοί την αρρώστια τούτη τηνε λέγανε «ψωμί στο μάτι», αλλά μόνο ψιθυριστά και μόνο όταν βρισκόντουσαν κοντά στη σιγουριά της φωτιάς να τους προστατέψει από το κακό. Με κοίταξε επίμονα -να δει αν τον λογάω για τρελό- και συνέχισε. Πρώτα η συφορά χτύπησε τη μάνα του που ξύπνησε ένα πρωί με μάτι θολό και κόκκινο. Το πήρε για κριθαράκι και πάστωσε το μάτι της με σκόρδο, να μαραθεί και να φύγει. Μα δεν ήτανε κριθαράκι, ήτανε ψωμί και το σκόρδο το δυνάμωσε και τη νύχτα θέριεψε κι ήρθε κι έγινε μεγάλο σαν λαγάνα. Μετά λαχνό στην κατάρα είχε η αδερφή του η μεγάλη, το Μαριώ, που ότι είχε τελειώσει να πλέκει τα προικιά της όταν της φύτρωσε στο μάτι ένα ψωμί χοντρό σαν μπομπότα. Για να μην σας κουράζω με την πολυλογία μου, άλλος με κουλούρι, άλλη με καρβέλι κι άλλος με πρόσφορο στο μάτι, έφυγαν ένας-ένας όλοι που 'χανε το ίδιο αίμα μ' εκεινού. Εκτός απ' τον Κυπαρίσση, που έμεινε πίσω να αναρωτιέται γιατί.

ΕΜΕΙΝΑ δεκατρείς μήνες στο χωριό με μόνιμη παρέα τον Κυπαρίσση και το γιατί του, που με τον καιρό είχε μερέψει τόσο που εύκολα το περνούσες για γατί. Ύστερα φύγαμε, πρώτα εγώ και λίγο καιρό μετά κι αυτός, να ψάξει μπας και βρει την τύχη του στην πόλη, μιας που στον κάμπο σίγουρα δεν ήτανε.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ φορά τον είδα τυχαία πριν χρόνια να τριγυρνάει στο Λιόπεσι, σερνάμενος ανάμεσα στα σταματημένα αυτοκίνητα, με το κεφάλι χαμηλωμένο μα με το πλατύ χαμόγελο εκείνου που πια ξέρει τι να περιμένει βιδωμένο στο στόμα.

ΤΟΥ 'χε βγει κι αυτουνού ψωμί στο μάτι.