-Τι δουλειά κάνεις;
ρώτησα την κουκουβάγια.
-Απελευθερώτρια καναρινιών,
αποκρίθηκε.
-Δηλαδή;
-Τι δηλαδή; Δεν καταλαβαίνεις; Τα καναρίνια στις πόλεις γεννιούνται φυλακισμένα. Μεγαλώνουν και πεθαίνουν σε μικροσκοπικά κλουβιά. Για φαντάσου το λίγο αυτό. Όλη σου η ζωή τέσσερις τοίχοι και μία σκεπή από κάγκελα. Να βλέπεις τα πάντα ριγέ. Ριγέ μπαλκόνια, ριγέ δέντρα, ριγέ ανθρώπους και σπίτια. Κι ένα ριγέ καταγάλανο ουρανό να σου φωνάζει κάθε πρωί “έλα”. Έλα, έλα, έλα. Ζωή βασανιστήριο. Έτσι, λοιπόν, πάω κρυφά τη νύχτα και τα απελευθερώνω. Στην αρχή, με το που με καταλάβουν, είναι αναστατωμένα, πετάνε πέρα-δώθε στο κλουβί, ίσως από χαρά για την επικείμενη απελευθέρωση ή επειδή έχουν συνηθίσει τη σκλαβιά και τα τρομάζει η ιδέα της ελευθερίας. Σιγά σιγά όμως γαληνεύουν, καταλαβαίνουν μάλλον πως δε θέλω το κακό τους, κι αφήνονται. Τότε είναι που ξεκινάω τη διαδικασία. Όπως θα ‘χεις δει -έχεις δει κλουβιά, έτσι;- τα ανοίγματα ανάμεσα στα κάγκελα είναι πολύ στενά κι εντελώς άκαμπτα. Πού να χωρέσει το καναρινάκι να περάσει; Όσο για το ν’ ανοίξει το πορτάκι, ούτε λόγος! Έχουν μάνταλα και μηχανισμούς φτιαγμένους για ανθρώπινα χέρια. Οπότε, αναγκαστικά, τα απελευθερώνω μέσα από τα κάγκελα κομμάτι-κομμάτι. Κόβω ό,τι μπορώ και το τραβάω έξω, πότε με το πόδι και πότε με το ράμφος, μέχρι να μη μείνει τίποτα μέσα στο κλουβί. Τίποτα εκτός από το κεφάλι, που ποτέ δε χωράει να περάσει. Αλλά δεν πειράζει, καλύτερα σχεδόν ελεύθερος παρά εντελώς σκλάβος, έτσι λέω.
Και κανένα καναρίνι δε μου ‘χει διαμαρτυρηθεί ως τώρα.